Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Μακεδονία:Σύντομη ιστορική ανασκόπηση και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων



Το παρόν δημοσίευμα είναι το κείμενο διαλέξεως, που δόθηκε στην Olympiahalle του Μονάχου στα πλαίσια της διαδηλώσεως των Ελλήνων της Βαυαρίας και άλλων κατοίκων του Μονάχου για το θέμα της Μακεδονίας στις 5 ’Απριλίου 1992.
 Τη διαδήλωση αυτή οργάνωσαν με μεγάλη επιτυχία από κοινού όλοι οι επίσημοι φορείς και σύλλογοι του Ελληνισμού στο Μόναχο. ’Ιδιαιτέρως έπρωτοστάτησαν κατά την οργάνωση η ’Εκκλησία και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Μόναχο — έχοντας επί κεφαλής το Γενικό Πρόξενο κ. Κυριάκο Ροδουσάκη. 
Σύμφωνα με στοιχεία των διοργανωτών ο αριθμός των συγκεντρωθέντων ύπερέβαινε τις 18 χιλιάδες. 


 Πρόλογος

Θεοφιλέστατε, 
εντιμώτατε κ. Γενικέ Πρόξενε, 
αγαπητές Συμπατριώτισσες, αγαπητοί Συμπατριώτες, 

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, που μου δίδεται σήμερα η δυνατότητα να ομιλήσω στη μεγαλειώδη αυτή συγκέντρωση.
Με την επιβλητική σε όγκο παρουσία μας αποδεικνύουμε  ότι και ο Ελληνισμός της Βαυαρίας — όπως όλοι οι Έλληνες απανταχού της γης — επαγρυπνεί κι ενδιαφέρεται ζωηρά για τα εθνικά μας θέματα.

Με μια πολιτισμένη διαδήλωση και μια αντικειμενικά ορθή τοποθέτηση διατρανώνουμε ταυτόχρονα και τη θέλησή μας να πράξουμε το κατά δύναμιν για μια δίκαιη, ειρηνική και προ πάντων βιώσιμη λύση στο πρόβλημα,
που δημιουργείται με τη διάλυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας
και την επιδίωξη της Σλαβικής Δημοκρατίας των Σκοπιών
να αναγνωρισθεί με το όνομα »Μακεδονία«. 


Πρόκειται για πρόβλημα πολιτικό, και προσωπικά δεν ασχολούμαι μεν ιδιαζόντως με την πολιτική.
Δέχθηκα παρά ταύτα την τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών να ομιλήσω από του βήματος αυτού για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον διότι πρόκειται για σοβαρότατο και καυτό για όλους τους Έλληνες πρόβλημα, μπροστά στο όποιο ουδείς επιτρέπεται να σιωπήσει.
Δεύτερον διότι νομίζω, πώς — ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, που έρευνα και διδάσκει ιδιαίτερα εκκλησιαστική ιστορία, — θα μπορούσα να αναπτύξω τις ιστορικές κυρίως πτυχές του θέματος.

Μέσα από τις πτυχές αυτές εξάγεται σαφώς και η ανεδαφικότητα των Σκοπιανών αξιώσεων  παραχαράξεων και διεκδικήσεων.
Για το λόγο αυτό επέλεξα το επί μέρους θέμα »Μακεδονία. Σύντομη ιστορική ανασκόπηση και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων«.
 Στόχος μου είναι η όσο το δυνατό σωστή και αντικειμενική ιστορική ενημέρωση  ώστε ο καθένας μας στον κύκλο του να μπορεί να μεταδώσει την αλήθεια.

Κι είναι μεν γεγονός, ότι πολιτικά προβλήματα δεν λύονται πολλές φορές με κριτήριο το δίκαιο και την αλήθεια.
 Όμως θα ήταν προδοσία της πνευματικής μας κληρονομιάς, αν δεν δεχόμασταν για την επίλυση τόσο των διανθρωπίνων, όσο και των διεθνών προβλημάτων ως βάση την άλήθεια, που κατά την "Αγία Γραφή είναι »μεγάλη και ισχυρότερα παρά πάντα ... η αλήθεια μένει και ισχύει ... και ζή και κρατεί εις τον αιώνα ... και υπερισχύει«.

Στην ομιλία μου αυτή  διαπραγματεύομαι με συντομία τέσσερα σημεία, στά όποια παρακαλώ ας στρέψουμε την προσοχή μας.

 1. Η Μακεδονία κοιτίδα του ‘Ελληνικού πολιτισμού

Θα ήθελα εκ προοιμίου να κάνω στο σημείο αυτό δύο διαπιστώσεις.
Κατ’ αρχήν είναι απλή, όμως θεμελιώδης, η διαπίστωση, ότι ο όρος Μακεδονία, που άπαντά ήδη στον »πατέρα της ιστορίας« Ηρόδοτο, σημαίνει, όπως και τόσοι άλλοι, π.χ. Θεσσαλία, Πελοπόννησος, ’Ήπειρος κτλ., μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Παρά τις διάφορες — μικρές ως επί το πλείστον και μάλλον περιφερειακές — αλλαγές των συνόρων της δια μέσου των αιώνων η Μακεδονία παραμένει βασικά ένας γεωγραφικά καθορισμένος χώρος, από τον όποιο σήμερα ανήκουν 34.203 τετρ. χιλ. (49,55 %) στήν Ελλάδα, 25.713 τετρ. χιλ. (37,25 %) στη Γιουγκοσλαβία και 9.100 τετρ. χιλ. (13,18 %) στη Βουλγαρία.

Ωσαύτως θεμελιώδης — για τη συγκέντρωσή μας μάλιστα βασικώτατη — είναι μια δεύτερη διαπίστωση, ότι δηλαδή η ιστορία του γεωγραφικού αυτού χώρου της Μακεδονίας είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.

Λέγοντας τη λέξη Μακεδονία, εννοούμε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας και ταυτότητας• εννοούμε την πιο αξιοπρόσεκτη κοιτίδα του Ελληνισμού.

’Άς αναλύσουμε όμως ειδικότερα, γιατί η Μακεδονία είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.
Η έκφραση » ελληνισμός« εμφανίζει ανά τους αιώνες περισσότερες από μία έννοιες.

Στη συνάφεια αυτή  αξίζει να σταθούμε για λίγο στην εξής διπλή και πιο συνηθισμένη σημασία του όρου:
Πρώτον στην αρχική του έννοια, κατά την όποια Ελληνισμός δηλώνει το έλληνίζειν, το φέρεσθαι, σκέπτεσθαι και ομιλείν ως Ελληνας.

Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για την τεράστια πνευματική-πολιτιστική κίνηση, που άρχισε με το Μέγα ’Αλέξανδρο από τα τέλη του τετάρτου αιώνα, οπότε παύει η Ελληνική γλώσσα και παιδεία να αποτελεί κτήμα μόνον των Ελλήνων, άλλ’ άποκτά παγκοσμιότητα και γίνεται γέφυρα, πάνω από την όποια περνούν οι εύγενέστεροι καρποί του έλληνικού πνεύματος και διοχετεύονται στη μόνη αληθινή θρησκεία, το Χριστιανισμό.

Ό Ελληνισμός γίνεται έτσι το νευρικό σύστημα του Χριστιανισμού και συμβάλλει στήν παγκόσμια ιστορική πραγμάτωση και ενσάρκωσή του, ο δε Χριστιανισμός καταφάσκει και καταξιώνει εκείνα τα στοιχεία του Ελληνισμού, που και σήμερα άποτελούν ερείσματα σταθερά του λεγομένου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
 Ό Ελληνισμός — ιδιαίτερα με τη σημασία αυτή — δεν είναι απλώς ένα ιστορικό φαινόμενο.

Δεν είναι μια στενή έθνικιστική-φυλετική τοποθέτηση η ένα ήθικιστικό πρόγραμμα.

Είναι πολύ περισσότερο μια πνευματική κατάσταση ισορροπίας άπέναντι στήν αιώνια πρόκληση του άνθρώπου• είναι μια οικουμενική πνευματική παρουσία κι ένας τρόπος ζωής, που εκπροσωπεί άκατάλυτες άρχές και άξίες κι άποτελεϊ τη ρίζα του άνθρωπίνου πολιτισμού.

Κοιτίδα και αφετηρία του Ελληνισμού με την έννοια αυτή υπήρξε η ελληνική γη της Μακεδονίας, γιατί από εδώ ξεκίνησε το άπαράμιλλο και μοναδικό — σε τελευταία άνάλυση — πολιτιστικό εργο του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.

Το γεγονός, ότι π.χ. το Ευαγγέλιο έγράφη στά Ελληνικά, το χρωστάμε στο Μέγα ’Αλέξανδρο, που ώς »τών Ελλήνων ήγεμών«, όπως ονόμαζε τον εαυτό του, δημιούργησε το πλαίσιο για την έδραίωση του Ελληνισμού.


 Δεύτερον χρησιμοποιείται ο όρος Ελληνισμός με την έννοια του έθνους των Ελλήνων. η Μακεδονία είναι άναπόσπαστο κομμάτι και κοιτίδα του Ελληνισμού με την έννοια αυτή, διότι κατοικήθηκε όντως δια μέσου των αιώνων από τους "Έλληνες, οι όποιοι σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις της γνωστής άνθρώπινης ιστορίας άπετέλεσαν την πλειονότητα των κατοίκων της.

Κάθε ιστοριοδίφης, αλλά και κάθε απλός μελετητής της ιστορίας, γνωρίζει σήμερα την άλήθεια αυτή. ’Ενδεικτικά μόνον θά ήθελα να άναφέρω ώρισμένα στοιχεία στο σημείο αυτό:

 ’Αρχίζω με το γνωστό και παγκοσμίως άναγνωρισμένο Λεξικό άρχαιογνωσίας Der Kleine Pauly, στο όποιο η επιστημονική ερευνά συνοψίζεται στά έξής λόγια:

»Σύμφωνα με το γενικό πόρισμα οι Μακεδόνες ήσαν μια έλληνική φυλή (griechischer Volksstamm), η όποια κατοικούσε άρχικά στη βόρεια Θεσσαλία και η όποια μέσω των περιοχών της Όρεστίδος και ’Εορδαίας της ανω Μακεδονίας προχώρησε στην κάτω Μακεδονία (εννοεί την μεταξύ ’Αξιού και Άλιάκμονος παραθαλάσσια περιοχή). το όνομα Μακεδόνες είναι ελληνικό«.

 Πράγματι, δεν υπάρχει στην αρχαιότητα ξεχωριστή εθνότητα Μακεδόνων.

Όταν χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο έθνος, εννοούμε ένα σύνολο ανθρώπων, που μιλάει κυρίως την ίδια γλώσσα, κατοικεί στον ιδιο γεωγραφικό χώρο κι εχει επί πλέον κοινή ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά (ιδιαίτερα την ιδια θρησκεία).

’Άν μεταφέρουμε τον όρο αυτό στήν άρχαιότητα, πρέπει να χαρακτηρίσουμε όλους τους ‘Έλληνες γενικά ως ένα έθνος, γιατί συγκεντρώνουν από κοινού τα γνωρίσματα αυτά. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν ξεχωρίζουν εν προκειμένω από τους λοιπούς "Ελληνες• ομιλούν κι αύτοί, όπως οι Σπαρτιάτες, ’Αθηναίοι, Θεσσαλοι κλπ. την έλληνική γλώσσα• πιστεύουν στούς Θεούς του Όλύμπου• έχουν τα ιδια γενικώς ή'θη και έθιμα* συμμετέχουν στούς ’Ολυμπιακούς ’Αγώνες7• είναι μέλη της Άμφικτυονίας των Δελφών• κι άνήκουν με λίγα λόγια — παρά τις τυχόν πολιτικές διαφορές τους με τους κατοίκους άλλων Ελληνικών κρατών — στον κόσμο των Ελλήνων* κι άποτελοΰν μάλιστα, κατά την έπιτυχή έκφραση του Πολυβίου, το προπύργιο και τον προμαχώνα των Ελλήνων.

 ’Αντίθετα πρός τους Μακεδόνες, οί βόρειοι γείτονες τους, οι Παίονες και οι Δάρδανοι, δεν άνήκουν στούς ‘Έλληνες.

Προ πάντων οί Δάρδανοι, στούς όποιους ανήκε η περιοχή της σημερινής πόλεως των Σκοπιών, που τότε λέγονταν Σκούποι, ήσαν οι ισχυρότεροι εχθροί των Μακεδόνων. Γι αυτό ο Φίλιππος Β κατανικήσας τους Δαρδάνους ονομάσθηκε »Δαρδανέων όλετήρ«.

 Είναι περιττό να μνημονεύσω εδώ τις πολλαπλές μαρτυρίες διαφόρων συγγραφέων της άρχαιότητας η ποικίλες έλληνικές επιγραφές, που βρέθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας* να άναφέρω τα ονόματα πόλεων η τα ονόματα Μακεδόνων βασιλέων από τον Πέρδικα και τον ’Αλέξανδρο τον Α΄ μέχρι τον Άμύντα, το Φίλιππο και το Μέγα Αλέξανδρο, που ήσαν κοινά ελληνικά ονόματα και τα συναντάμε σ' όλη την αρχαία Ελλάδα.

 Δέν μου επιτρέπει η κλεψύδρα του βήματος να περιγράψω τα έλληνικά άρχαιολογικά ευρήματα στήν Πέλλα, το Δΐον, τη Βεργίνα κι άλλαχού η να διηγηθώ ιδιαίτερα τα κατορθώματα του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, που έξεστράτευσε μέχρι τα βάθη της Άσίας ως βασιλιάς όλων των Ελλήνων »πλήν Λακεδαιμονίων«.

 Μάς λείπει ο χρόνος να έξάρω τη φιλοσοφική σκέψη του ’Αριστοτέλη, δασκάλου του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, ή τη δοξογραφική συμβολή ’Ιωάννη του Στοβαίου, των εκλεκτών αυτών Ελλήνων, τέκνων της Μακεδονίας.

Με το τελευταίο αυτό όνομα του ’Ιωάννη του Στοβαίου μεταφερόμαστε ήδη από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. στον πέμπτο μ.Χ. ’Ακριβώς η συλλογή γνωμών από ύπερπεντακοσίους Έλληνες συγγραφείς στο εργο του »’Ανθολόγιον« αίρουν κάθε άμφιβολία γιά την ελληνική συνείδηση και παράδοση, που διασώθηκαν και άνθοΰσαν και μετά τη μάχη της Πύδνας, ήτοι την ύποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 168 π.Χ.

Στο ιδιο συμπέρασμα οδηγεί επί παραδείγματι και το γεγονός, ότι ο άπόστολος Παύλος κήρυξε το Εύαγγέλιο στά Ελληνικά σε περισσότερες πόλεις της Μακεδονίας κι εγραψε τις γνωστές επιστολές του πρός Θεσσαλονικεΐς και Φιλιππησίους.

Η Μακεδονική γή συνέχισε να είναι έστία των Ελλήνων, ιδιαίτερα με τη δημιουργία της ’Ανατολικής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας, της γνωστής ώς Βυζαντινής Αύτοκρατορίας, το ετος 324 μ.Χ. ’Έτσι γεννήθηκε κατά την επιτυχή έκφραση του August Heisenberg
»ή έκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία του Ελληνικού ’Έθνους«,
που διέπρεψε πάνω από χίλια χρόνια κι άπετέλεσε την »πνευματική γέφυρα«, από την όποια διήλθε ο Ελληνισμός της άρχαιότητας στη Δυτική Ευρώπη.

Κατά την εποχή της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας ο πληθυσμός της Μακεδονίας δεν αλλοιώνεται ριζικά, παρά τις επιδρομές και την έγκατάσταση σλαβικών φύλων κατ’ άρχήν στά βόρεια μέρη της Βαλκανικής κι άργότερα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 

’Ιδιαίτερα στις πόλεις παραμένει το έλληνικό στοιχείο συμπαγές.
Αύτό εξάγεται π.χ. από την επιτυχή άντίσταση διαφόρων έλληνικών πόλεων στις επιθέσεις των Σλάβων.
Προ πάντων είναι άξιομνημόνευτη στο σημείο αυτό η άντίσταση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, της πρωτεύουσας της Μακεδονίας και δεύτερης σε σημασία πόλεως της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας.




’Αποσαφηνίζεται επίσης κι από το γεγονός, ότι από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν τον ένατο αιώνα οι Έλληνες άδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. 

Με το κήρυγμά τους, τη δημιουργία σλαβικού άλφαβήτου βασισμένου στο έλληνικό και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων της ’Εκκλησίας στα Σλαβικά κατέστησαν τους Σλάβους μετόχους της ’Ορθοδόξου πίστεως και του ελληνικού πολιτισμού.

’Έτσι έπαληθεύθηκαν γιά μια δεύτερη φορά οί λόγοι του Λατίνου ποιητού Όρατίου και ο Ελληνισμός άποδείχθηκε άπαράμιλλη πολιτιστική δύναμη γιά τα σλαβικά φύλα.

Στο θέμα της διεισδύσεως των Σλάβων στη Μακεδονία θά έπανέλθω πιο κάτω. ’Εδώ θά ήθελα μόνο να συμπληρώσω, ότι οι επιδρομές και άλλων ξένων λαών
 (Άβάρων, Ούζων, Πατσινάκων, Νορμανδών, Λατίνων και Καταλανών) 
δεν επέφεραν ούσιαστική εθνολογική άλλοίωση των ‘Ελλήνων της Μακεδονίας.

Τήν πλειοψηφία άπέναντι στις άλλες εθνότητες (Τούρκους, Βουλγάρους, Σέρβους κλπ.) διετήρησαν οι Έλληνες στη Μακεδονική γή και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστική είναι επί του προκειμένου όχι μόνον η ύπαρξη έλληνικών σχολείων, στα όποια φοιτούσαν και Σλάβοι, και η συνδρομή των Μακεδόνων κατά τον άπελευθερωτικό άγώνα, άλλά και μια στατιστική, που προέρχεται από την εποχή πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και δημοσιεύθηκε το 1926 από την »Κοινωνία των ’Εθνών«.

 Σύμφωνα με τη στατιστική αυτή  ζούσαν σε μια περιοχή, που εκτός της Μακεδονίας περιελάμβανε και εύρύτερες εκτάσεις της σημερινής Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας: ‘Έλληνες 513.000 (42,6 %), Μουσουλμάνοι 475.000 (39,4 %), Σέρβοι και Βούλγαροι 119.000 (9,9 %), διάφοροι (Εβραίοι, ’Αθίγγανοι, ’Αλβανοί, Ρουμανόφωνοι Βλάχοι κτλ.) 98.000 (8,1 %)15.

 Οί Μουσουλμάνοι, γιά τους όποιους ομιλούν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελούν εθνότητα, όπως άκούμε και διαβάζουμε συνεχώς στά μέσα ένημερώσεως, άλλά πρόκειται κυρίως γιά Τούρκους η έξισλαμισθέντες ’Αλβανούς, Σλάβους, ‘Έλληνες κτλ.

Με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαιτέρως με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας άφ’ ένός και Βουλγαρίας άφ’ ετέρου έπετεύχθη ήδη πριν το 1925 στην Ελληνική Μακεδονία μια σπάνια εθνική ομοιογένεια.

Με βάση και πάλι στατιστικά στοιχεία της »Κοινωνίας των ’Εθνών« του έτους 1926 οί Έλληνες της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 1.341.000, άποτελούσαν δηλαδή το 88,8 % συνόλου του πληθυσμού, όλοι δέ οί ύπόλοιποι (Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Εβραίοι κλπ.) άναβιβάζονταν σε 170.000 (11,2 %) .

2. Η βουλγαρική καταγωγή των Σλάβων κατοίκων της Δημοκρατίας των Σκοπίων 

Άντιθέτως πρός την σχεδόν άπόλυτη σημερινή ομοιογένεια των κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας αποτελεί ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων μια εθνική πανσπερμία, ένα συνοθύλευμα λαών και άνθρώπων.
 Πριν προχωρήσουμε στήν ανάλυση των ιστορικών αίτιων του γεγονότος αυτού, άξίζει να σημειώσουμε, ότι ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων ανέρχεται με βάση το Meyers Enzyklopadisches Lexikon17 στο 1.880.000.

 ’Από αύτούς, με βάση και πάλι το ίδιο Λεξικό, 69 % είναι οί αύτοαποκαλούμενοι »Μακεδόνες«, 17 % ’Αλβανοί18, 6,6 % Τούρκοι και 7,4 % διάφορες άλλες εθνότητες (Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι, "Ελληνες, ’Αθίγγανοι κτλ.).

Ό λαός, στον όποιο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας, είναι κυρίως αυτοί, που αύτοονομάζονται »Μακεδόνες« και άποτελούν προφανώς την πλειοψηφία ολοκλήρου του πληθυσμού της Δημοκρατίας των Σκοπιών.
Με την ονομασία αυτή  εγείρουν την άξίωση να θεωρούνται ώς »μακεδονική εθνότητα«.

’Ανασκοπούντες την ιστορία θά διαπιστώσουμε, ότι ούσιαστικά γιά πρώτη φορά άναφαίνεται η άξίωση αυτή  με τη σημερινή της διάσταση μόλις το 1943.

 Τή χρονιά αυτή  ιδρύθηκε το »Μακεδονικό Κομμουνιστικό Κόμμα« κι ένα έτος άργότερα, τον Αύγουστο του 1944, η »Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας«.
Ό Κροάτης Τίτο εφεύρε έτσι μια εθνότητα άγνωστη μέχρι τότε.

Σκοπός του ήταν βασικά να ανατρέψει την άποψη των Βουλγάρων, ότι οί κάτοικοι του χώρου αυτού ήσαν ομοεθνείς τους, και να εξουδετερώσει μ’ αυτό τον τρόπο άντίστοιχες άξιώσεις τους.

Έκτος αυτού με την αύτονόμηση της εν λόγω περιοχής, που ανήκε προηγουμένως στη Σερβία, άπέβλεπε ο Τίτο και στήν εξασθένηση των Σέρβων στά πλαίσια της νέας »Λαϊκής Δημοκρατίας«.

Όμως η άποψη των Βουλγάρων είναι σε γενικές γραμμές ιστορικά ορθή. 

Οι σημερινοί κάτοικοι της Δημοκρατίας των Σκοπιών είναι στήν πλειοψηφία τους Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής.

H εισβολή και εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στά Βαλκάνια άρχισε, όπως είδαμε, περί τα τέλη του έκτου και έντάθηκε τον έβδομο μ.Χ. αιώνα. 

Μεταξύ των φύλων αυτών διακρίνονται τέσσερα ως τα επικρατέστερα:
 Σλοβενοί, 
Κροάτες, 
Σέρβοι και 
Βούλγαροι. 

Άντιθέτως πρός τα τρία πρώτα σλαβικά φύλα οι Βούλγαροι προήλθαν από τη συγχώνευση των τουρκο-ταταρικών φύλων — γνωστών ώς Πρωτοβουλγάρων — και διαφόρων σλαβικών φύλων (όνομαζομένων στά Γερμανικά »Severenstamm und sieben Slawengeschlechter«), που είχαν κατέλθει και εγκατασταθεί πιο πριν στις βόρειες περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας των Σκοπιών.

 Οι Πρωτοβούλγαροι, που άποτελούσαν την ήγέτιδα τάξη, καθυπέταξαν τα εν λόγω σλαβικά φύλα, που υπερτερούσαν άριθμητικά, και άφομοίωσαν ούσιαστικά τους Πρωτοβουλγάρους. 

Πάντως ύπήρξε τέτοια η συγχώνευση αυτή  των Πρωτοβουλγάρων και των μικροτέρων αύτών σλαβικών φύλων, ώστε έκτοτε μέχρι πριν πενήντα περίπου χρόνια να ονομάζεται ο λαός της περιοχής αυτής άποκλειστικά Βούλγαροι σ΄ όλες τις πηγές και τη διεθνή βιβλιογραφία. 

Οι Βούλγαροι δημιούργησαν υπό την αιγίδα του Άσπαρούχ ήδη το 681 ένα Μεγάλο Βουλγαρικό κράτος, που όχι μόνο κατέλαβε μεγάλα τμήματα της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας στά Βαλκάνια, άλλ’ άπείλησε σοβαρά και την υπόστασή της. το κράτος αυτό των Βουλγάρων — μετά από διάφορες διακυμάνσεις — κατέρρευσε πλήρως κατά τη διάρκεια του δεκάτου αιώνα και τα άνατολικά του τμήματα περιήλθαν και πάλι στο Βυζάντιο.
 Τέλη του αιώνα αύτού, και συγκεκριμένα το 976, ο Τσάρος Σαμουήλ ίδρυσε στα βορειοδυτικά μέρη της Μακεδονίας ένα καινούριο Βουλγαρικό κράτος με πρωτεύουσα την πόλη της Όχρίδος η Άχρίδος (πρόκειται γιά την άρχαία πόλη της Λιχνιδού). 

Το κράτος αύτό, που γνώρισε επίσης δύναμη και ισχύ, διαλύθηκε, όπως είναι γνωστό, μετά από διαρκείς πολέμους από τον Αύτοκράτορα Βασίλειο Β κατά τα έτη 1001-1014 (οριστικά διαλύθηκε το Φεβρουάριο του 1018 με το θάνατο του τσάρου Βλαδισθλάβου).

Το Βουλγαρικό αυτό κράτος του Σαμουήλ ονομάζεται, κυρίως από τους Σκοπιανούς, »Μακεδονικό« η »Σλαβομακεδονικό κράτος«. 

Είναι αλήθεια  πώς έπεκτεινόταν στην περιοχή της Μακεδονίας και μάλιστα και πέραν αυτή ς, όμως έπρόκειτο γιά Βουλγαρικό κράτος.
 Αύτό μαρτυρούν όλες οι διασωθείσες πηγές: ελληνικές, βουλγαρικές, άρμενικές και άραβικές.

Βασίλειος Β ο Βουλγαροκτόνος
 Γι αυτό κι ο Αυτοκράτορας Βασίλειος, που έξολόθρευσε τα στρατεύματα του Σαμουήλ, πέρασε στην ιστορία ως Βουλγαροκτόνος. Είναι περιττό να παρουσιάσω λεπτομερώς την περαιτέρω ιστορία αναφορικά με την κυριαρχία των Βουλγάρων και ιδιαιτέρως των Σέρβων με τον βασιλέα Στέφανο Δουσάν (1331-1355) στήν περιοχή της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπιών.

Γεγονός παραμένει, ότι ο σλαβικός πληθυσμός της περιοχής των Σκοπιών ένισχύθηκε κάτω από την κυριαρχία αυτή  και διατηρήθηκε έτσι και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας — παρά τις ποικίλες εθνολογικές διακυμάνσεις.

Κατά το 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της εθνικής αφυπνίσεως των Βαλκανικών λαών, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1860, τα τρία Βιλαέτια των Σκοπιών, του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίσθηκαν από άγνοια της ιστορίας ως »Μακεδονία«.

Η αυθαίρετη και ανιστόρητη αυτή  έννοια του όρου άπετέλεσε το έναυσμα γιά τη συζήτηση, που είναι γνωστή ώς »Μακεδονικό ζήτημα«.

Σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τουρκική άπογραφή του Χιλμή Πασά το 1904.
Σύμφωνα μ’ αυτή  στο Βιλαέτι των Σκοπιών η υπεροχή των Βουλγάρων (172.005) έναντι των Ελλήνων (13.452) είναι σημαντική.

Άντιθέτως στά Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού υπερτερούν σαφώς οί ‘Έλληνες (634.510) άπέναντι στούς Βουλγάρους(385.729).

Εντεύθεν εξάγεται άφ’ ενός, ότι οι ‘Έλληνες όχι μόνον δεν ελειψαν, άλλα άποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία στη Μακεδονία (κυρίως στις περιοχές Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού), κι εξηγείται άφ’ ετέρου, γιατί οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944 ταυτίζονταν γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους.

Τά ήθη και έθιμά τους είναι και σήμερα τα αυτά με τα ήθη και έθιμα των Βουλγάρων.
Είπα πιο πριν  ότι οί Σκοπιανοί »ταυτίζονταν« γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους, γιατί στο μεταξύ καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες και οι υπεύθυνοι στο Βελιγράδι και τα Σκόπια προσπάθησαν να τους δώσουν καινούρια εθνική συνείδηση.

Τούτο συνέβη με την ανακήρυξη της λεγάμενης » Αυτοκέφαλου Μακεδονικής ’Εκκλησίας« ήδη κατ’ άρχήν το 1945 και μετά το 1967, χωρίς όμως να άναγνωρισθεΐ από καμμία ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία• το βήμα αυτό προξένησε παρά ταύτα το γνωστό σχίσμα στους κόλπους του Πατριαρχείου του Βελιγραδιού.

 Η προσπάθεια δημιουργίας εθνικής συνειδήσεως φαίνεται ιδιαίτερα από τη γλώσσα, που άναντιρρήτως αποτελεί το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός λαού.
Είναι γνωστό, ότι πριν από το 1944 οι Σλάβοι κάτοικοι στην περιοχή των Σκοπίων, που αυτονομάζονται »Μακεδόνες«, ομιλούσαν Βουλγαρικά, μια βουλγαρική διάλεκτο, στην όποια ήσαν διάχυτα και ελληνικά, τουρκικά, άλβανικά και άλλα γλωσσικά στοιχεία.

Η βουλγαρική αυτή  διάλεκτος δεν ταυτίζεται πλήρως με το σλαβοφανές έλληνικό γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν και ομιλούν και σήμερα ώρισμένοι Έλληνες στήν ελληνική Μακεδονία, όπως άποδεικνύουν οί έμπεριστατοομένες έρευνες του Κ. Τσιούλκα και Ν. Άνδριώτη.

 Γιά να ένισχυθούν τα Τιτοϊκά κομμουνιστικά σχέδια ξεχωριστής »Μακεδονικής εθνότητας«, έπρεπε οι Σκοπιανοί να αποκτήσουν γλωσσική ταυτότητα.
Αντικαθιστώντας λοιπόν κυρίως διάφορα βουλγαρικά γλωσσικά στοιχεία με σερβοκροατικά, δημιούργησαν ένα είδος νέας γραπτής σλαβικής γλώσσας, που ονομάζουν έκτοτε »Μακεδονική« η »Σλαβομακεδονική«.

Η ονομασία όμως αυτή , που επιβλήθηκε δυστυχώς ακρίτως ανάμεσα σε μερικούς σλαβολόγους, αντίκειται όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και σε κάθε σοβαρή γλωσσολογική έρευνα.
Αλυτρωτικός  χάρτης
της λεγόμενης «Μεγάλης 
Μακεδονίας» Σκοπίων

 3.  Έλεγχος των σκοπιανών παραποιήσεων, αξιώσεων και ισχυρισμών

 Με όσα έλέχθησαν μέχρι τώρα, αποδείχθηκε, ότι ολόκληρη σειρά ισχυρισμών και σοβαρών παραποιήσεων από μέρους των Σκοπιανών δεν αντέχει σ’ ένα σοβαρό επιστημονικό ιστορικό έλεγχο. ’Αποδείχθηκε, ότι:

1. Η ελληνικής προελεύσεως λέξη Μακεδονία είναι όρος γεωγραφικός και ότι δεν υπάρχει »μακεδονική εθνότητα«.

 2. Ως γεωγραφικός χώρος συνδέεται η Μακεδονία άρρήκτως με τον Ελληνισμό. Οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι Έλληνες και δια μέσου των αιώνων οι ‘Έλληνες άπετέλεσαν ουσιαστικά πάντοτε την πλειονότητα του πληθυσμού της Μακεδονίας.

 3. Την περιοχή της σημερινής δημοκρατίας των Σκοπιών κατοικούσαν στήν άρχαιότητα κυρίως οί Δάρδανοι, που ήσαν άντίπαλοι των Μακεδόνων. Γι αυτό αν οι Σκοπιανοί θέλουν οπωσδήποτε άρχαίους προγόνους, ας άποκληθούν Δάρδανοι. 

4. ‘Η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής των Σκοπίων άνήκει εθνολογικά στούς Σλάβους Βουλγάρους, που ήλθαν στο χώρο αυτό μετά τον έκτο και έβδομο αιώνα μ.Χ.

 5. Τό κράτος του Σαμουήλ ήταν βουλγαρικό και δεν άναφέρεται πουθενά στις πηγές ώς »Μακεδονικό«, όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι Σκοπιανοί.

6. Τά περί »Μακεδονικής εθνότητας« άποτελούν άποδεδειγμένα πολιτικό κατασκεύασμα του Τίτο και των κομμουνιστικών σχεδίων, που εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις το 1944

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου